τάξον

τάξον
τάξος
yew
masc acc sg
τάσσω
draw up in order of battle
aor imperat act 2nd sg
τάσσω
draw up in order of battle
fut part act masc voc sg
τάσσω
draw up in order of battle
fut part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… …   Dictionary of Greek

  • τάξο(ν) — ή ταξόν, το, Ν βιολ. κάθε μονάδα που χρησιμοποιείται στη βιολογική ταξινόμηση ή ταξονομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”